«Στροφή» των Ελλήνων προς τα παλαιότερα ακίνητα, ηλικίας άνω των 20 ετών, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγορά κατοικίας.
Οι πιο προσιτές τιμές τους, έναντι των νεόδμητων καθώς και η δυνατότητα μεταπώλησής τους σε υψηλότερες τιμές στη συνέχεια, εφόσον ανακαινιστούν ή αναβαθμιστούν ενεργειακά, αποτελούν τους κυριότερους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες αγοραστές προτιμούν τα ακίνητα μεγαλύτερης ηλικίας. Η συγκεκριμένη τάση μάλιστα, παρατηρείται όχι μόνο στις κατοικίες αλλά και στους επαγγελματικούς χώρους, την ίδια στιγμή πάντως που το μεγαλύτερο ποσοστό των διαθέσιμων ακινήτων στην αγορά είναι παλαιότερα.
Κατά τη διάρκεια του 2023, το 69,5% των αγοραστών, δηλαδή περίπου 7 στους 10, προτίμησαν οικιστικά ακίνητα ηλικίας άνω των 20 ετών, σύμφωνα με την πανελλαδική έρευνα που πραγματοποίησε η RE/MAX Ελλάς. Αντίθετα, το 15,5% των πωλήσεων αφορούσε σε νεόδμητα ακίνητα έως και 5 ετών. Μόλις το 0,6% των αγοραστών προτίμησε ακίνητα από 16 έως 20 ετών και το 1,2% ακίνητα 6 έως 10 ετών. Παράλληλα, το 13,2% στράφηκε σε ακίνητα από 11 έως 15 ετών.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, η τάση προς τα παλαιότερα ακίνητα εμφανίζεται ακόμη πιο ενισχυμένη. Στην Αττική, πάνω από 8 στα 10 (82,7%) του συνόλου των πωλήσεων οικιστικών ακινήτων ήταν ηλικίας άνω των 20 ετών ενώ αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο 79,5%. Χαμηλότερο ποσοστό, της τάξεως του 61,3%, συναντάται στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Αυξημένες οι τιμές σε όλες τις κατηγορίες
Aξίζει να σημειωθεί, ότι σύμφωνα με προηγούμενη έρευνα της RE/MAX Ελλάς η μέση αύξηση στις τιμές πώλησης για όλες τις κατηγορίες ακινήτων ανεξαρτήτως έτους κατασκευής, διαμορφώθηκε το 2023, στο 12%.
Στην Αττική καταγράφηκε αύξηση στις τιμές των νεόδμητων ακινήτων, ηλικίας έως 5 ετών, της τάξεως του 10,6% ενώ στα ηλικίας άνω των 5 ετών κατά 13,1%. Στη Θεσσαλονίκη, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων ακινήτων παρουσίασε αύξηση 9,6% και στα μεγαλύτερης ηλικίας ακίνητα 12,6%. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, τέλος, η μέση τιμή ανά τ.μ. στα ακίνητα έως 5 ετών αυξήθηκε κατά 13% και στα παλαιότερα, κατά 13,5% αντίστοιχα.