Επικαιρότητα

Η ιστορία επαναλαμβάνεται – Galaksias.com

Ο εσωτερικός διχασμός Βενιζελικών-βασιλοφρόνων και η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου, που προκάλεσε τη μεταστροφή της στάσης Γάλλων και Ιταλών υπέρ της Τουρκίας, θεωρείται για τους πολλούς ιστορούντες, το κύριο αίτιο της μικρασιατικής καταστροφής. 
Όμως ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ένα ακόμη βασικό αίτιο της καταστροφής, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρξε και η γενναία στήριξη του καθεστώτος Κεμάλ από το επαναστατικό ρωσικό καθεστώς του Λένιν, σε συνδυασμό με την εναγώνια προσπάθεια των Συμμάχων της Αντάντ, να τον αποσπάσουν από την “αγκαλιά” των Μπολσεβίκων των νικητών της Οκτωβριανής Επανάστασης, για λόγους γεωπολιτικούς και του ελέγχου των πετρελαίων της Μοσούλης, εγκατέλειψαν τον Βενιζέλο και την Ελλάδα στην πιο δύσκολή της στιγμή. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι με τη Συνθήκη της Άγκυρας ή Συνθήκη Φραγκλέν Μπουιγιόν (20/10/1921), οι Γάλλοι, παραβιάζοντας προηγούμενες συνθήκες των μελών της Αντάντ, προχώρησαν σε υπογραφή συνθήκης με μη νόμιμη κυβέρνηση. Ανάμεσα στους όρους αυτής της συνθήκης ήταν η εκκένωση της Κιλικίας από τα γαλλικά στρατεύματα και η παράδοση μεγάλης ποσότητας οπλισμού του στρατού της Γαλλίας, που βρισκόταν εκεί, στους Τούρκους, αν και οι Γάλλοι γνώριζαν ότι αυτά θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των Ελλήνων. 
Είχε προηγηθεί, την άνοιξη του 1921, ιταλοτουρκική συμφωνία (Σύμφωνο Sforza – Bekin Sami), με την οποία οι Ιταλοί κεφαλαιούχοι αποκτούσαν δικαίωμα προτεραιότητας στα σαντζάκια Αττάλειας, Μούλγου και Μποντούρ και η Ιταλία όφειλε να υποστηρίξει την απόδοση της Θράκης και της Σμύρνης στην Τουρκία, να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μικρά Ασία και έδινε την άδεια στους Κεμαλικούς να προμηθευτούν πολεμικό υλικό από την ιταλική ζώνη στην Αττάλεια. Οι Βρετανοί κράτησαν σαφώς καλύτερη στάση, ιδιαίτερα λόγω του φιλέλληνα υπουργού λόρδου Κόρζον (Curson), ο οποίος σχεδόν πάντα υπερασπιζόταν τις θέσεις της χώρας μας. Ακούμε, τελευταία κυρίως, τον Ταγίπ Ερντογάν να μιλά για «σύνορα της καρδιάς» (των Τούρκων), για εδάφη που κατακτήθηκαν με αίμα κ.λπ. Κάποια, όμως, εδάφη της Τουρκίας, που αποτελούν το 30% περίπου της έκτασής της, αποκτήθηκαν άκοπα “στα χαρτιά”, δώρο του Λένιν. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), η Ρωσία “αποσύρθηκε” από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σταμάτησε τις εχθροπραξίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε όμως «… οι Σύμμαχοι νικηταί ευρέθησαν εις την ανάγκην να αναχαιτίσουν την προ-έλευσιν των Μπολσεβίκων εις τα εκκενούμενα παρά των Γερμανών εδάφη της Ρωσίας, διά να δοθεί ούτω καιρός για νέα δημιουργούμενα κράτη, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία και ανασυγκροτηθούν τα καταστραφέντα κράτη της Ρουμανίας και της Σερβίας. Οι κίνδυνοι της Ευρώπης ήταν μέγιστοι…». Αποφασίστηκε, λοιπόν, να σταλούν στην Ουκρανία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Κριμαίας στρατεύματα για να ενισχύσουν τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις που υπήρχαν εκεί. 
Ο φιλέλληνας Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό, υποσχόμενος διπλωματική βοήθεια στη χώρα μας στα ζητήματα της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ζήτησε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να στείλει η Ελλάδα ένα Σώμα Στρατού στην εκστρατεία αυτή. Ο Βενιζέλος δέχτηκε, αν και έβλεπε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η εκστρατεία δεν ήταν καλά οργανωμένη, συμμετείχαν σ’ αυτή πολύ λιγότερες δυνάμεις απ’ ό,τι πιστευόταν αρχικά (12 γαλλικά τάγματα, αμφίβολης μαχητικής ικανότητας, ένα ρουμανικό σύνταγμα και δύο ελληνικές μεραρχίες). Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, με 23.551 άνδρες, υπό τον Ελληνοβαυαρό στρατηγό Νίδερ, έφτασε στην Οδησσό στις 21 Ιανουαρίου 1919. Είναι γνωστή η αποτυχία της εκστρατείας αυτής και η επικράτηση των μπολσεβίκων. Στα τέλη Απριλίου 1919 αποχώρησε από την Κριμαία η ελληνική δύναμη, η οποία πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα και είχε σοβαρές απώλειες: 398 νεκρούς και 657 τραυματίες. Το κακό όμως για τη χώρα μας δε σταμάτησε εκεί. Το νέο σοβιετικό καθεστώς, λόγω της ελληνικής εναντίον του εκστρατείας, συμμάχησε κατά της Δύσης με τους Τούρκους εθνικιστές, οι οποίοι πολεμούσαν εναντίον της δυτικής κυριαρχίας αλλά και της οθωμανικής (σουλτανικής κυβέρνησης) που είχε συνθηκολογήσει με τους Δυτικούς Συμμάχους. Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ μπολσεβίκων και Τούρκων εθνικιστών (κεμαλικών) ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1920. Στις 19 Νοεμβρίου 1920, με τη Συνθήκη του Alexandropol, οι δύο πλευρές μοίραζαν την Αρμενία και αποκτούσαν κοινά σύνορα. Να υπενθυμίσουμε ότι τον Ιούλιο του 1920 είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γεννιόταν η Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ενώ την 1η Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές που ο ίδιος προκάλεσε και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, μετά από δημοψήφισμα, επέστρεψε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η εξέλιξη αυτή δυσαρέστησε τους Συμμάχους που άλλαξαν στάση απέναντι στη χώρα μας, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες. Ο κυριότερος όμως λόγος, όπως τονίσαμε παραπάνω, ήταν το γεγονός ότι προσπαθούσαν να αποσπάσουν τον Κεμάλ από την επιρροή του Λένιν. Από τα τέλη Ιουλίου 1920 είχε αρχίσει η αποστολή όπλων και χρυσού σε πολύ μεγάλες ποσότητες από τους Σοβιετικούς προς τον Κεμάλ. Πρώτη αποστολή, όπως γράφει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής, έγινε με τον Χαλίλ Πασά, που μετέφερε στους κεμαλικούς χρυσό αξίας 100.000 οθωμανικών λιρών. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Γιουσούφ Κεμάλ παρέδωσε στον Κεμάλ 1.000.000 χρυσά ρούβλια. 
Στις 16 Μαρτίου 1921, στη Μόσχα, υπογράφτηκε ανάμεσα στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας και τη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία η λεγόμενη Συνθήκη της Μόσχας, Συνθήκη Αδελφοσύνης. Επικεφαλής ήταν ο Βλαντιμίρ Λένιν και επικεφαλής της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ. Να σημειώσουμε ότι ούτε η ΕΣΣΔ είχε ιδρυθεί τότε (αυτό έγινε το 1922), ενώ η διεθνώς αναγνωρισμένη τουρκική κυβέρνηση εκείνη την εποχή ήταν αυτή του σουλτάνου Μεχμέτ VI (6ου), ο οποίος είχε υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε αποκηρύξει ο Κεμάλ. 
Φυσικά, η επίσημη τουρκική κυβέρνηση (του Σουλτάνου) δεν κλήθηκε στη Μόσχα. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Μόσχας, η Τουρκία παραχώρησε στη Γεωργία το Βατούμ και την περιοχή βόρεια του χωριού Σαρπ (Sarp), ενώ πήρε από τη Ρωσία το Καρς (το οποίο είχε περιέλθει στη Ρωσία 1878 με τη Συνθήκη του Βερολίνου) και το Αρνταχάν. Παράλληλα, οι Μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την εθνικιστική ηγεσία υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ως τη μόνη κυβέρνηση στην Τουρκία. 
«Ως αποτέλεσμα της Συνθήκης, οι Σοβιετικοί προμήθευσαν τους εθνικιστές με όπλα και πυρομαχικά, τα οποία οι Τούρκοι (τα) χρησιμοποίησαν με επιτυχία σε ένα πόλεμο ενάντια στην Ελλάδα το 1921-22». Πρόκειται φυσικά για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου οι δυνάμεις του Κεμάλ τροφοδοτούνταν με όπλα και πυρομαχικά από τους Σοβιετικούς. Δυστυχώς, δεν είναι μόνο αυτό. 
Στο δίτομο βιβλίο του “Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)” αναφέρεται ότι «μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Μόσχας, παραδίδονται στους Τούρκους 10.000.000 χρυσά ρούβλια, από τα οποία τα 4.000.000 μεταφέρονται από τον Γιουσούφ Κεμάλ, τον Απρίλιο του 1921. Το 1.400.000 μεταφέρεται από τον Φρούνζε (Mikhail Vasilyerich Frunze) τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου και η τελευταία αποστολή 3.500.000 παραδίδεται τον Μάιο του 1922. Δηλαδή συνολικά 11.000.000 χρυσά ρούβλια και 100.000 χρυσές οθωμανικές λίρες. Η βοήθεια αυτή αντιστοιχεί σε 80.000.000 περίπου τουρκικές χάρτινες λίρες της εποχής. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ενίσχυσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο προϋπολογισμός του 1920 της κυβέρνησης της Άγκυρας ανερχόταν σε 63.018.354 λίρες Τουρκίας και του 1921 σε 79.160.058 λίρες Τουρκίας. 
Η Συνθήκη του Καρς, η οποία υπογράφτηκε στις 13 Οκτωβρίου 1921 στην τουρκική, σήμερα, πόλη Καρς και (επι)κυρώθηκε στο Ερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ήταν μια συνθήκη Ειρήνης, που υπογράφτηκε ανάμεσα στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας και τις Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν), με τη συμμετοχή των Ρώσων. Καθορίζει τα σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και τις Δημοκρατίες αυτές, οι οποίες εντάχθηκαν στην ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1922. Αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, διάδοχη της Συνθήκης της Μόσχας. 
Να σημειώσουμε ότι η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας το 1923 ανακήρυξε τη Δημοκρατία της Τουρκίας. Όλες οι περιοχές που αποδόθηκαν στην Τουρκία είχαν καταληφθεί από τη Ρωσία στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. 
Οι Αρμένιοι ζήτησαν για ιστορικούς και συναισθηματικούς λόγους να τους δοθεί το Ανί και το Κουλπ, το οποίο θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος της Υπερκαυκασίας. Οι Τούρκοι όμως, “πατώντας” πάνω στη Συνθήκη της Μόσχας, δε δέχτηκαν τα αιτήματα των Αρμενίων. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η (τέως) ΕΣΣΔ, υπερδύναμη πλέον και με τον Στάλιν ηγέτη (να θυμίσουμε ότι η Τουρκία πήγε με το μέρος των νικητών του πολέμου λίγο πριν τη λήξη του, ενώ στη διάρκειά του παρέμεινε αμέτοχη, χαρακτηριζόμενη μάλιστα πανάξια «επιτήδειος ουδέτερος»), ζήτησε από τους Τούρκους να επιστρέψουν τις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Αρντβίν (7 Ιουνίου 1945). Οι Τούρκοι αρνήθηκαν, ακολούθησε παρέμβαση από τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, με την οποία αντιτάχθηκαν στις σοβιετικές εδαφικές διεκδικήσεις. Τελικά η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και ο θάνατος του Στάλιν το 1953 έδωσαν τέλος στις απαιτήσεις της ΕΣΣΔ. Η Συνθήκη του Καρς ήρθε στην επιφάνεια το 2016, όταν Ρώσοι βουλευτές ζήτησαν από τον Βλαντιμίρ Πούτιν να ακυρώσει τη Συνθήκη της Μόσχας και κατ’ επέκταση τη Συνθήκη του Καρς. Αυτό έγινε με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi Su-24 τον Νοέμβριο του 2015 από τους Τούρκους. 
Μήπως, λοιπόν, ο Ερντογάν, πιεζόμενος στον Βορρά από την επικείμενη ανανέωση ή μη των Συνθηκών Μόσχας-Καρς το 2021 και στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας του από τους Κούρδους, ως αντίβαρο, πιέζει τη χώρα μας με παράλογες και έξω από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) διεκδικήσεις;… Ίσως. Όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται. Νέα ολέθρια, για την Ελλάδα, σχέση έχουμε τη νέα συνέργεια Πούτιν-Ερντογάν. Ρωσικοί πύραυλοι S400, προσφορά στη Νατοϊκή Τουρκία, Ρώσοι κατασκευάζουν το πυρηνικό μεγάλο Εργοστάσιο του Ακουγιού κ.λπ., Ρώσοι ενθαρρύνουν τον Ερντογάν, που έχει γίνει ο ταραξίας της περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, απειλώντας τα εθνικά δικαιώματα της χώρας μας, με στόχο, τελικά, τη “Διάλυση” της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Αποκορύφωμα αυτών των ωμών τουρκικών προκλήσεων υπήρξε η απόφαση του Ερντογάν για τη μετατροπή του Ναού της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ποια ήταν η αντίδραση του ορθόδοξου Πούτιν; Μέσω του εκπροσώπου του ανακοίνωσε στον ρωσικό λαό ότι είναι προς το συμφέρον του διότι εξασφάλισε να εισέρχονται οι Ρώσοι επισκέπτες… δωρεάν! Μεγάλο “αγκάθι”, λοιπόν, για την Ελλάδα είναι, διαχρονικά, οι ολέθριες σχέσεις παλαιά Λένιν-Κεμάλ και σήμερα Πούτιν-Ερντογάν. 

* Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός και πρώην νομάρχης Ηρακλείου. 
 

Πηγή

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button